- ξεκαπακώνω
- μετ. снимать крышку, открывать (посуду, коробку и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεκαπακώνω — ξεκαπάκωσα, ξεκαπακώθηκα, ξεκαπακωμένος, αφαιρώ το κάλυμμα, το καπάκι, το σκέπασμα κλειστού δοχείου: Ξεκαπάκωσα τη χύτρα να μη χυθεί το φαγητό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεκαπάκωμα — το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του ξεκαπακώνω, αφαίρεση του καπακιού, το ξεσκέπασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)