ξεκαπακώνω

ξεκαπακώνω
μετ. снимать крышку, открывать (посуду, коробку и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ξεκαπακώνω" в других словарях:

  • ξεκαπακώνω — ξεκαπάκωσα, ξεκαπακώθηκα, ξεκαπακωμένος, αφαιρώ το κάλυμμα, το καπάκι, το σκέπασμα κλειστού δοχείου: Ξεκαπάκωσα τη χύτρα να μη χυθεί το φαγητό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεκαπάκωμα — το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του ξεκαπακώνω, αφαίρεση του καπακιού, το ξεσκέπασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»